- ἀδελφικοῦ
- ἀδελφικόςbrotherlymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφοποιία — η (Μ ἀδελφοποιία) [ἀδελφοποιῶ] σύσταση αδελφικού δεσμού ανάμεσα σε μη συγγενείς με θρησκευτική τελετή ή άλλη διαδικασία με σκοπό την ισόβια αδελφική αγάπη και αλληλοβοήθεια … Dictionary of Greek